καταπνίγω
Προφορά
Ετυμολογία
καταπνίγω αρχαία ελληνική κατα-πνίγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καταπνίγω
✦ εξοντώνω με πνιγμό
✦ (μτφ. ) καταστέλλω κάτι πριν να εκδηλωθεί ή και μετά την εκδήλωσή του, για να μην επικρατήσει: καταπνίγηκε το αντεπαναστατικό κίνημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–