καταναλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
καταναλώνω αρχαία ελληνική καταναλίσκω
Ερμηνεία
καταναλώνω
✦ κ. καταναλώνω ρ. (κατανάλ-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος) ξοδεύω: καταναλώνω χρήματα – αγαθά – δυνάμεις
✦ (μτφ. ) εξαντλώ, αφιερώνω: να καταναλώσω τη ζωή μου σε ιστοριοδιφικά έργα (Γ. Σεφέρης) – καταναλώθηκε ολόκληρος σαν ένας αυθεντικός τεχνίτης στο δημιούργημά του (Γ. Σεφέρης)
✦ εξαντλώ κάτι με τη χρήση: καταναλώσαμε σ’ ένα χρόνο δυο τενεκέδες λάδι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–