καταναλωτισμός
Προφορά
Ετυμολογία
καταναλωτισμός θ. του ρήματος καταναλίσκω + κατάλ. -ισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καταναλωτισμός
✦ η τάση για κατανάλωση όσο το δυνατόν περισσότερων αγαθών, πέρα από τις αντικειμενικά υπάρχουσες ανάγκες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–