καταναλωτικός
Προφορά
Ετυμολογία
καταναλωτικός καταναλωτής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ καταναλωτικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με την κατανάλωση
✦ καταναλωτικό κοινό, οι αγοραστές προϊόντων, το σύνολο των καταναλωτών
✦ καταναλωτική κοινωνία, η τείνουσα προς την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αγαθών πέρα από τις αντικειμενικά υπάρχουσες ανάγκες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–