καταναγκαστικός


καταναγκαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
καταναγκαστικός μεταγενέστερη ελληνική καταναγκαστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ καταναγκαστικός -ή, -ό

✦ που καταναγκάζει
✦ που επιβάλλεται με τη βία: καταναγκαστικά έργα (ποινή επιβαλλόμενη άλλοτε σε κατάδικους)· (κ. μτφ.) επαχθής, άχαρη εργασία

Συνώνυμα
εξαναγκαστικός, υποχρεωτικός, σατανικός
Αντίθετα
θεληματικός, εκούσιος
Επιρρήματα
καταναγκαστικά (Κ -ώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.