καταναγκάζω


καταναγκάζω
Προφορά

Ετυμολογία
καταναγκάζω αρχαία ελληνική καταναγκάζω

Ερμηνεία
ρήμα καταναγκάζω

✦ αναγκάζω δια της βίας: καταναγκάζεται από το Θεό, χωρίς ο ίδιος να το θέλει (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.