κατανάλωση
Προφορά
Ετυμολογία
κατανάλωση μεταγενέστερη ελληνική κατανάλωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατανάλωση
✦ ξόδεμα, δαπάνη
✦ η χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών: προϊόντα ευρείας καταναλώσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–