καταμετρητικός


καταμετρητικός
Προφορά

Ετυμολογία
καταμετρητικός μεταγενέστερη ελληνική καταμετρητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ καταμετρητικός -ή, -ό

✦ αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στις καταμετρήσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.