καταμετρητής


καταμετρητής
Προφορά

Ετυμολογία
καταμετρητής καταμετρώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταμετρητής

✦ που ενεργεί καταμέτρηση, που καταμετρά
✦ όργανο για καταμέτρηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.