καταμερισμός


καταμερισμός
Προφορά

Ετυμολογία
καταμερισμός καταμερίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταμερισμός

✦ διαίρεση, διανομή, μοιρασιά
✦ (ειδ.) η κατανομή έργου ή ευθύνης κατά ειδικότητες ή τομείς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.