καταμαυρίζω


καταμαυρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
καταμαυρίζω κατά + μαυρίζω

Ερμηνεία
ρήμα καταμαυρίζω

✦ καθιστώ ή βάφω κάτι εντελώς μαύρο
✦ καταψηφίζω κάποιον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.