καταμέριση


καταμέριση
Προφορά

Ετυμολογία
καταμέριση μεταγενέστερη ελληνική καταμέρισις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καταμέριση

✦ βλ. καταμερισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.