καταλύω


καταλύω
Προφορά

Ετυμολογία
καταλύω αρχαία ελληνική καταλύω

Ερμηνεία
ρήμα καταλύω

✦ διαλύω, καταστρέφω, καταργώ: μερικοί αξιωματικοί της νικημένης στρατιάς… είχανε καταλύσει τα καθεστώτα (Γ. Θεοτοκάς) – καταλύω το Σύνταγμα
✦ σταθμεύω για προσωρινή διαμονή (ανάπαυση, διανυκτέρευση κτλ.): καταλύσανε για τη νύχτα σ’ ένα χάνι
✦ (εκκλ.) τρώγω, σε μέρες νηστείας, τροφή όχι νηστίσιμη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.