καταλύτης


καταλύτης
Προφορά

Ετυμολογία
καταλύτης μεταγενέστερη ελληνική καταλύτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταλύτης

✦ ειδική ουσία που επηρεάζει την πρόοδο χημικής αντίδρασης χωρίς να μετέχει σ’ αυτή
(μτφ. ) καθετί που συντελεί στην πορεία, εξέλιξη φαινομένου ή καταστάσεως
✦ (τεχνολ.) ειδική συσκευή προσαμοσμένη στο σύστημα εξάτμισης των αυτοκινήτων η οποία μετατρέπει τα ρυπογόνα αέρια από την καύση της βενζίνης σε λιγότερο βλαπτικά για την ατμόσφαιρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.