καταλυτικός


καταλυτικός
Προφορά

Ετυμολογία
καταλυτικός μεταγενέστερη ελληνική καταλυτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ καταλυτικός -ή, -ό

✦ καταστροφικός: η αγωγή που του δόθηκε είχε καταλυτική επίδραση στη διαμόρφωση της ψυχολογίας του
✦ αυτός που έχει ανατρεπτικές επιδράσεις για την εξέλιξη φαινομένου ή καταστάσεως
✦ καταλυτικό αυτοκίνητο, που έχει καταλύτη (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.