καταλογισμός


καταλογισμός
Προφορά

Ετυμολογία
καταλογισμός μεταγενέστερη ελληνική καταλογισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταλογισμός

✦ αναγραφή ποσού στη μερίδα κάποιου
✦ (νομ.) απόδοση ευθύνης σε κάποιον για πράξη αξιόποινη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.