κατακεφαλιά
Προφορά
Ετυμολογία
κατακεφαλιά └φρ┘κατά κεφαλής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατακεφαλιά
✦ χτύπημα στο κεφάλι: του βαρούσανε κατακεφαλιές, τον φοβερίζανε με τους γρόθους τους (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μτφ. ) σοβαρό πλήγμα (οικονομικό, ηθικό κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–