κατακαθίζω
Προφορά
Ετυμολογία
κατακαθίζω κατά + καθίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κατακαθίζω
✦ υποχωρώ από το βάρος μου: η στέγη κατακάθισε από το βάρος του χιονιού
✦ κατασταλάζω: η στάχτη κατακάθισε κι είναι έτοιμη η αλισίβα
✦ (μτφ. ) ησυχάζω, καταλαγιάζω: να συγκρατήσουμε τις μερίδες, ως ότου κατακαθίσει αυτός ο παροξυσμός (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–