κατακάθι
Προφορά
Ετυμολογία
κατακάθι κατακαθίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κατακάθι
✦ ό,τι κατακάθεται, κατασταλάζει, ίζημα, υποστάθμη: τα κατακάθια του καφέ
✦ (κ. μτφ.): αφήνει σαν κατακάθι ένα βόλο από πίκρα (Γ. Θεοτοκάς) οι λογιότατοι έχουν ένα συναισθηματικό κατακάθι όταν γράφουν (Γ. Σεφέρης)
✦ (κ. μτφ.) άνθρωπος χαμηλού πνευματικού και ηθικού επιπέδου: τα κατακάθια της κοινωνίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–