καταιονίζω


καταιονίζω
Προφορά

Ετυμολογία
καταιονίζω αρχαία ελληνική καταιονῶ

Ερμηνεία
καταιονίζω

✦ κ. καταιονώ, -ά, -ά ρ. καταβρέχω κάποιον ή κάτι με νερό που πέφτει ορμητικά σαν βροχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.