καταδεχτικός
Προφορά
Ετυμολογία
καταδεχτικός καταδέχομαι
Ερμηνεία
καταδεχτικός
✦ κ. -κτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ καταδεκτικός, -ή, -όν) προσηνής στους κατωτέρους του, που καταδέχεται τους άλλους, που δεν είναι υπερήφανος: καταδεχτικό παλικάρι, μιλούσε μ’ όλους πρόθυμα (Διδώ Σωτηρίου) καλόγνωμοι και καταδεχτικοί, τους ξένους τους κοιτάζανε στα μάτια (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
περήφανος, ακατάδεχτος
Επιρρήματα
περήφανος, ακατάδεχτος