καταδέχομαι
Προφορά
Ετυμολογία
καταδέχομαι αρχαία ελληνική καταδέχομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καταδέχομαι
✦ αποδέχομαι με συγκατάβαση: δεν την καταδέχομαι τέτοια τιμή
✦ είμαι καταδεχτικός, φιλοφρονητικός απέναντι σε κάποιον κατώτερό μου: από τότε που πλούτισε δε μας καταδέχεται
✦ στέργω, ταπεινώνοντας τον εαυτό μου: πώς καταδέχτηκες τέτοιον εξευτελισμό, απορώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–