καταγώγιο
Προφορά
Ετυμολογία
καταγώγιο αρχαία ελληνική καταγώγιον (= κατάλυμα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καταγώγιο
✦ τόπος όπου συχνάζουν άνθρωποι του υποκόσμου: έγινε ο θαμών… κάθε κρυφού καταγωγίου κραιπάλης (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–