καταγωγή
Προφορά
Ετυμολογία
καταγωγή αρχαία ελληνική καταγωγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καταγωγή
✦ γενιά, σόι: άνθρωπος ταπεινής καταγωγής
✦ η εθνικότητα ατόμου: Αμερικάνος ελληνικής καταγωγής
✦ (γεν.) προέλευση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–