καταγγέλλω
Προφορά
Ετυμολογία
καταγγέλλω αρχαία ελληνική καταγγέλλω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καταγγέλλω
✦ (νομ.) καταθέτω μήνυση ή ειδοποιώ ότι παύει να ισχύει σύμβαση, συμφωνία κτλ.
✦ (γεν.) γνωστοποιώ στην κοινή γνώμη πράξεις ή παραλείψεις παραγόντων της δημόσιας ζωής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–