καταγίνομαι


καταγίνομαι
Προφορά

Ετυμολογία
καταγίνομαι μεταγενέστερη ελληνική καταγίνομαι

Ερμηνεία
ρήμα καταγίνομαι

✦ ασχολούμαι, επιδίδομαι σε κάτι με ζήλο: καταγίνεται με τη ζωγραφική – με την έρευνα – και τώρα καταγίνομαι από καιρό αρκετό να κάμω έναν Ποσειδώνα (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.