καταβύθιση
Προφορά
Ετυμολογία
καταβύθιση καταβυθίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καταβύθιση
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταβυθίζω: η καταβύθιση της «Έλλης» ήταν το προμήνυμα του ελληνοϊταλικού πολέμου
✦ (φυσ.) ο σχηματισμός ιζήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–