καταβυθιστής


καταβυθιστής
Προφορά

Ετυμολογία
καταβυθιστής καταβυθίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταβυθιστής

✦ αυτός που καταβυθίζει κάτι: καταβυθιστής ναρκών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.