καταβροχθίζω
Προφορά
Ετυμολογία
καταβροχθίζω αρχαία ελληνική καταβροχθίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καταβροχθίζω
✦ καταπίνω λαίμαργα: καταβροχθίζανε τεράστιες ποσότητες κρέας, πατάτα και ψωμί ( Γ. Θεοτοκάς)| (κ. μτφ.) ξοδεύω, κατασπαταλώ για δική μου απόλαυση: καταβρόχθισε το μεγαλύτερο μέρος της κληρονομιάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–