καταβρεχτήρας
Προφορά
Ετυμολογία
καταβρεχτήρας καταβρέχω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καταβρεχτήρας
✦ μηχάνημα ή όχημα με το οποίο γίνεται το κατάβρεγμα των δρόμων: ένας μεγάλος καταβρεχτήρας περνοδιάβαινε και ράντιζε το δρόμο (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–