καταβολισμός


καταβολισμός
Προφορά

Ετυμολογία
καταβολισμός καταβάλλω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταβολισμός

✦ το σύνολο των φαινομένων κατά τα οποία αποδομείται ζώσα ύλη σε απλούστερες ουσίες με ταυτόχρονη απελευθέρωση ενέργειας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.