καταβολή
Προφορά
Ετυμολογία
καταβολή αρχαία ελληνική καταβολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καταβολή
✦ χρησιμοποίηση, διάθεση δύναμης ή ενέργειας: απαιτείται η καταβολή ιδιαίτερης προσπάθειας
✦ (για χρήματα) πληρωμή ή κατάθεση: οι απαγωγείς ζητούν την καταβολή λύτρων
✦ φρ. από καταβολής κόσμου, αφότου πλάστηκε ο κόσμος
✦ εξασθένιση: παρουσιάζει καταβολή δυνάμεων
✦ στοιχεία της προσωπικότητας κάποιου που οφείλονται στην καταγωγή, το περιβάλλον, τις εμπειρίες κτλ. (με τη σημ. αυτή στον πληθ. καταβολές): αριστοκρατικές – αστικές – πνευματικές καταβολές κάποιου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–