καταβολάδα
Προφορά
Ετυμολογία
καταβολάδα μεταγενέστερη ελληνική καταβολάς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καταβολάδα
✦ κλαδί που φυτεύεται στη γη χωρίς να αποσπαστεί από τον κορμό, καθώς και το νέο φυτό που δημιουργείται με τον τρόπο αυτόν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–