καταβεβλημένος


καταβεβλημένος
Προφορά

Ετυμολογία
καταβεβλημένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος καταβάλλομαι

Ερμηνεία
καταβεβλημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) εξαντλημένος, αποκαμωμένος από κούραση ή αρρώστια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.