καταβεβλημένος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply καταβεβλημένοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/καταβεβλημένος.mp3Ετυμολογίακαταβεβλημένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος καταβάλλομαι Ερμηνεία καταβεβλημένος ✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) εξαντλημένος, αποκαμωμένος από κούραση ή αρρώστια Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–