καταβασία
Προφορά
Ετυμολογία
καταβασία μεσαιωνική ελληνική καταβασία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καταβασία
✦ εύχρ. στον πληθ. καταβασίες (καταβασίαι) τα πρώτα τροπάρια των ωδών του κανόνα που ψάλλεται στην ακολουθία του όρθρου κατά τις μεγάλες δεσποτικές ή θεομητορικές εορτές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–