κατήφορος


κατήφορος
Προφορά

Ετυμολογία
κατήφορος μεσαιωνική ελληνική κατήφορος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κατήφορος

✦ έδαφος επικλινές, κατωφέρεια
(μτφ. ) ηθική πτώση ή οικονομική καταστροφή

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανήφορος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.