κατέχω
Προφορά
Ετυμολογία
κατέχω αρχαία ελληνική κατέχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κατέχω
✦ έχω στην ιδιοκτησία μου: κατέχει μέγα πλούτο
✦ εξουσιάζω: ένιωσε πως τον κατείχε κάποιο άγχος (Γ. Θεοτοκάς) – κατέχεται από μεγαλομανία – ανησυχία
✦ κυριεύω, κατακτώ: οι εχθροί κατείχαν το βόρειο τμήμα του νησιού
✦ βρίσκομαι σε μια θέση: κατέχει το αξίωμα του υπουργού
✦ γνωρίζω καλά: σωστό και δίκιο μόνο εγώ κατέχω (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–