κατάπτωση


κατάπτωση
Προφορά

Ετυμολογία
κατάπτωση αρχαία ελληνική κατάπτωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κατάπτωση

✦ γκρέμισμα
(μτφ. ) εξάντληση, εξασθένιση
(μτφ. ) ξεπεσμός: ηθική κατάπτωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.