κατάποση
Προφορά
Ετυμολογία
κατάποση αρχαία ελληνική κατάποσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατάποση
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του καταπίνω, το κατέβασμα τροφής, φαρμάκου κτλ. από τον φάρυγγα στο στομάχι, κατάπιομα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–