κατάμεστος


κατάμεστος
Προφορά

Ετυμολογία
κατάμεστος κατά + μεστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κατάμεστος -η, -ο

✦ εντελώς γεμάτος, υπερπλήρης: η αίθουσα ήταν κατάμεστη από θεατές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.