κατάλυση
Προφορά
Ετυμολογία
κατάλυση αρχαία ελληνική κατάλυσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κατάλυση
✦ κατάργηση, καταστροφή
✦ (στρατ.) στάθμευση για ανάπαυση ή διανυκτέρευση
✦ (χημ.) επιτάχυνση αντιδράσεων με την παρουσία καταλύτη
✦ (εκκλ.) άδεια χρήσεως τροφών σε καιρό νηστείας: κατάλυσις οίνου και ελαίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–