κατάλοιπο
Προφορά
Ετυμολογία
κατάλοιπο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. κατάλοιπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κατάλοιπο
✦ το υπόλοιπο, απομεινάρι
✦ ό,τι απομένει μετά από μια βιομηχανική, χημική, φυσική κτλ. επεξεργασία: βιομηχανικά – ραδιενεργά κατάλοιπα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–