καστροπολεμίτης
Προφορά
Ετυμολογία
καστροπολεμίτης κάστρο + πόλεμος + κατάλ. -ίτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καστροπολεμίτης
✦ ο πολιορκητής κάστρου, φρουρίου: έχει είδωλο τον Διγενή τον καστροπολεμίτη (Β. Ρώτας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–