κασίδης


κασίδης
Προφορά

Ετυμολογία
κασίδης μεσαιωνική ελληνική └ουσ┘ κασσίδιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κασίδης

✦ που πάσχει από κασίδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.