κασέλα


κασέλα
Προφορά

Ετυμολογία
κασέλα └ιταλ┘cassela, υποκοριστικό του cassa

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κασέλα

✦ ξύλινο κιβώτιο της παλιάς εποχής, σεντούκι: παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.