κασέ
Προφορά
Ετυμολογία
κασέ └γαλλ┘ cachet (= αποτύπωμα σφραγίδας)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το κασέ
✦ αμοιβή καλλιτέχνη του θεάματος
✦ (μτφ. ) κοινωνική αναγνώριση: φρ. ανέβηκε το κασέ του
✦ (τυπογρ.) λεπτομερειακό προσχεδίασμα εντύπου, βιβλίου κτλ., που πρόκειται να εκτυπωθεί: το κασέ πρέπει να είναι ένας τέλειος οδηγός για τους τεχνικούς της εκτύπωσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–