καρύκευση


καρύκευση
Προφορά

Ετυμολογία
καρύκευση καρυκεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καρύκευση

✦ η πρόσθεση αρτυμάτων στο φαγητό για να νοστιμίσει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.