καρφώνω


καρφώνω
Προφορά

Ετυμολογία
καρφώνω καρφί

Ερμηνεία
ρήμα καρφώνω

✦ μπήγω καρφί
✦ προσαρμόζω, στερεώνω με καρφί
✦ χτυπώ με μαχαίρι
(μτφ. ) προσηλώνω: κάρφωσε το βλέμμα του απάνω της
(μτφ. ) καταδίδω ή συκοφαντώ: βρέθηκε κάποιος καλοπροαίρετος και τον κάρφωσε, στην αστυνομία
✦ (μέσ.) καρφώνομαι, ενσφηνώνομαι: η εικόνα της καρφώθηκε στη μνήμη μου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.