καρφωτός


καρφωτός
Προφορά

Ετυμολογία
καρφωτός καρφώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ καρφωτός -ή, -ό

✦ στερεωμένος με καρφιά
(μτφ. ) που τον έχουν καταδώσει, προδομένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
καρφωτά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.