καρφίτσα
Προφορά
Ετυμολογία
καρφίτσα υποκορ. του καρφί
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καρφίτσα
✦ μικρή μεταλλική βελόνα για πρόχειρη σύνδεση υφάσματος, χαρτιού κτλ.
✦ κόσμημα σε μορφή μεγάλης βελόνας με πλατύ κεφάλι: την καρφίτσα με τον περουζέ, που θα καρφώσει στο στήθος της η αρχόντισσα (Πετσάλης – Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–